Διάλεξε πλευρά, διάλεξε Ζωή
Αγώνας, περηφάνια, σταυρωμένοι, τιμή... Λέξεις που έχουν χάσει πια το νόημα τους μιας και μπορείς να της ακούσεις παντού και πάντα. Λέξεις που στο μικρόκοσμο των Skinheads πλέον έχουν γίνει επιπρόσθετα στοιχεία της ταυτότητα όλων. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί πως μπορούν κάποιοι να μιλάνε για σταυρούς και μαρτύρια όταν για το μόνο πράγμα που έχουν μοχθήσει στη ζωή τους είναι αυτό τη καλοπέρασης, της πρόσκαιρης ευχαρίστησης και της μιζέριας. Επίσης, πως μπορούν κάποιοι να ονομάζουν τιμή την συνεχή άρνηση ή αποδοχή πεποιθήσεων ώστε να μπορέσουν να ελιχθούν ανάμεσα στις διάφορες υποκουλτούρες δίχως να κινδυνεύουν. Παράξενα πράγματα λοιπόν αλλά πέρα για πέρα αληθινά… Βλέπουμε λοιπόν punks οι οποίοι περνούν τη ζωή τους δοκιμάζοντας ναρκωτικά, τρώγοντας από άσυλα (συνήθως πανεπιστημιακά), αράζοντας όλοι μέρα σε μία πλατεία, ζητιανεύοντας λεφτά (πολλές φορές και σπίτι όπως κάνουν μεγάλες φίρμες της ελληνικής σκηνής) από φοιτητριούλες (οι οποίες μετά από τα γίδια του χωριού είδαν μοικάνες και γούσταραν), να μιλάνε για αγώνα. Αγώνα λένε κοινωνικό. Από την άλλη υπάρχουν και εκείνοι που στέλνοντας ο μπαμπάς λεφτά κάθε μήνα, περνάνε την φοιτητική τους ζωή βουτηγμένοι στην επανάσταση. Κάποιοι ίσως πουν βέβαια τώρα ότι μιλάμε για συγκεκριμένες περιπτώσεις αλλά αυτά τα ακούμε συνήθως από αυτούς που είδη ανήκουν σε μία από αυτές.
Επειδή βέβαια από το χώρο του punk δεν περιμένουμε και καμιά συγγένεια με τη δική μας νοοτροπία (πέρα από εξαιρέσεις) ας προσεγγίσουμε την Skinhead υποκουλτούρα. Εδώ λοιπόν το πλέον παράλογο πράγμα είναι να βλέπεις κάποια τίποτα του χθες τα οποία άλλαξαν σε ένα βράδυ μόδα να μιλάνε σήμερα για εργατική τάξη, τιμή, πατρίδα πολλές φορές και πολλά άλλα. Δε θα κάτσουμε να ασχοληθούμε ποια είναι η σχέση τους με όλα αυτά μιας και θα καταντούσε το άρθρο κόμικς αλλά καλό είναι να ξεκαθαρίσουμε ποια είναι η δική μας θέση σχετικά με αυτά.
Χρησιμοποιώντας και εμείς οι ίδιοι τις λέξεις τιμή και αξιοπρέπεια στη ζωή μας εννοούμε πως οι πράξεις μας και η καθημερινότητα μας χαράσσεται από κάποιους κώδικες τιμής που η ίδια μας η συνείδηση συνθέτει. Η μουσική μας είναι συνειδητά ενάντια στην εμπορευματοποίηση και τον καπιταλισμό. Δε θέλουμε να γίνουμε φίρμες, ούτε αναζητούμε κοινό. Αναζητούμε μονάχα αδέλφια στον αγώνα μας. Δεν μας ενδιαφέρει ποιος θα μας συμπαθήσει και ποιος όχι αλλά μας ενδιαφέρει να είμαστε αληθινοί απέναντι στους εαυτούς μας. Τίποτα δε μπορούμε να κερδίσουμε αν δε θυσιάσουμε κάτι άλλο. Το μόνο πράγμα που δε πρόκειται όμως να θυσιάσουμε είναι η αξιοπρέπεια μας. Κάποιοι ίσως τη θυσιάσουν για να πιουν τις μπύρες τους, να ακούσουν τη μουσικούλα τους, να κάνουν το κομμάτι τους , να βρουν καμιά γκόμενα ή κάνα γκόμενο κ.ο.κ. Αλλά όλοι αυτοί δεν έχουν καμία θέση ανάμεσα μας.
Ανάμεσα μας , στο δικό μας κόσμο, στη δικιά μας ζωή θα βρεθεί αυτός που έχει μάθει να πολεμάει και όχι να συμβιβάζεται. Οι εργάτες των ονείρων μας, οι μαχητές της ζωής, αυτοί που δεν αφήνουν να τους λυγίσουν οι δυσκολίες αλλά τις λυγίζουν οι ίδιοι ,αυτοί που στον Skinhead αντικρίζουν έναν πολεμιστή, αυτοί που μέσα τους γεννιέται κάθε μέρα η οργή, η δίψα για δημιουργία και καταστροφή. Αυτοί έχουν διαλέξει ένα μέτωπο αγώνα στη δική μας πλευρά. Οι άλλοι μπορούν ελεύθερα να συνεχίζουν να ζουν στο ψέμα που έπλασαν.
Πατρίδα και Τιμή!
Αναζητούμε συνεχώς πρότυπα, γιορτές και ήρωες από κάθε άλλη γωνιά του κόσμου δίχως να ενδιαφερθούμε ότι υπάρχει και μία Ελλάδα διαφορετική. Πέρα από τον εκφυλισμό και τις προδοσίες υπάρχει ακόμα εκείνος ο ελληνισμός , ο οποίος είναι αδύνατον να τον μάθουμε από τα βιβλία, μία ελληνικότητα η οποία δολοφονείτε από τις τυπικές επετείους οι οποίες δίχως κανένα περιεχόμενο καταντάνε γραφικές στα μάτια όσων διψάνε για ζωή. Τόσες γιορτές, τόσες τυμπανοκρουσίες, τόσοι να στέκονται μπροστά από αγάλματα και σύμβολα δίχως να ντρέπονται , τόσο ψέμα και τόση υποκρισία να μολύνουν την ιερότητα και τη μεγαλοπρέπεια τόσων ηρώων και τόσων αγώνων.
Πριν μερικές μέρες σε κάποιο μακρινό χωριό της πατρίδας μας γνωρίσαμε μία άλλη Ελλάδα. Αυτή που όσο και αν προσπαθήσαμε να την αισθανθούμε στις μεγαλουπόλεις δε μπορέσαμε να τη φτάσουμε ποτέ. Γνωρίσαμε ένα άνθρωπο που στο πρόσωπο του ο χρόνος και ο μόχθος είχαν χαράξει βαθιά τα σημάδια του. Στο αίμα του κυλούσε το αίμα μιας ηρωικής οικογενείας. Μα στη ψυχή του φάνηκε ότι όχι απλά κυλούσε αλλά ξεχείλιζε το θάρρος , η περηφάνια και η αξιοπρέπεια. Ήταν λοιπόν απόγονος της οικογενείας που είχε κρύψει το Παύλο Μελά στο σπίτι της όπου και τον βρήκε ο θάνατος. Ένας θάνατος Παλικαριού, Άνδρα. Ήρωα , Έλληνα και Επαναστάτη. Τα μάτια του ανθρώπου που μας διηγήθηκε την ιστορία του θανάτου του Παύλου Μελά όπως ακριβώς του τα περιέγραψε η γιαγιά του, πλημμύριζαν από δάκρυα. Εδώ και 70 και πλέον χρόνια με κόπο προσπαθεί να διατηρήσει εκείνο το σπίτι, εκείνο το λιτό «μουσείο» το οποίο αυτό το κράτος το οποίο δίχως ντροπή αυτοχαρακτηρίζεται ελληνικό, έχει παρατήσει στο περιθώριο της ιστορίας. Το τελευταίο όπλο του Μίκη Ζέζα όπως ήταν το ψευδώνυμο του Παύλου Μελά, η τελευταία του στολή, οι χώροι που άφησε τη πνοή του. Σκουριασμένοι, διαβρωμένοι, πρόχειρα συντηρημένοι από ένα και μόνο άνθρωπο ο οποίος κουβαλάει τόσα χρόνια εκατομμύρια υποσχέσεις από πολιτικούς, πολιτικάντηδες και κάθε λογής νεοέλληνα.
Στεκάμενοι δίπλα του νιώθαμε τη μεγαλοπρέπεια που ανάβλυζε από ένα ξεχασμένο χωριό, κάποια αιματοβαμμένα βουνά, κάποιους ξεχασμένους Έλληνες. Νιώθαμε ντροπή, θλίψη και οργή. Στα 200 μέτρα υπήρχε μία πλατεία. Μία πλατεία η οποία είχε γεμίσει από στεφάνια και μεγάλα λόγια. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα εκείνο το χωρίο αποκτούσε ζωή και εκείνος ο άνθρωπος άλλες τόσες υποσχέσεις. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα κάποιοι γίνονται Μακεδόνες. Υποκρισία.
Το μόνο που είχαμε να γράψουμε σε ένα πρόχειρο βιβλίο επισκεπτών ήταν ότι ο Μακεδονικός Αγώνας συνεχίζεται. Συνεχίζεται ενάντια σε όλους αυτούς που ξεφτιλίζουν την Ελλάδα, την Αληθινή Ελλάδα. Τα στεφάνια, τα μνημόσυνα, οι ατέλειωτες ομιλίες, οι τόσο καλοστημένες φωτογραφίες, οι ψήφοι, οι εθνικιστές της ταβέρνας, οι γραφικοί του χθες και ότι αποπνέει ψευτιά, αλαζονεία και πτωμαΐνη δεν είναι δίπλα μας. Είναι απέναντι μας .
Όσοι Ζωντανοί!
Skins: Μια εισαγωγή
Γεννημένη στις φτωχογειτονιές και τα προάστια της Αγγλίας τη δεκαετία του 60,η υποκουλτούρα των skinheads αποτέλεσε μία μόδα αντίδρασης αρκετά διαφορετική από όλες τις υπόλοιπες οι οποίες εκείνο τoν καιρό εμφανιζόντουσαν. Διαφορετικός τρόπος ένδυσης, σκέψεως και ζωής είναι αυτά τα οποία συνιστούν μία μόδα. Το να αναλύσουμε για μία ακόμα ακόμη φορά όλα αυτά θα ήταν κάτι περιττό και ανούσιο.
Η ειδοποιός όμως διαφορά στο ότι η συγκεκριμένη μόδα ξέφυγε από τα πλαίσια της εσωστρέφειας και θέλησε να αντιδράσει ενεργά ενάντια στα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας είναι κάτι το οποίο δε μπορεί κανείς να παραλείψει. Ανάμεσα σε κάθε λευκή ομάδα ακτιβισμού θα διακρίνουμε και skinheads. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο αυτό το φαινόμενο. Περιοριζόμενοι στα πλαίσια της ελληνικής πραγματικότητας μιας και οι γειτονιές μας είναι το πρώτο πεδίο δράσης μας, μπορούμε σήμερα δεκαετίες μετά τη γέννηση της να δούμε πως η συγκεκριμένη υποκουλτούρα όχι απλά βρήκε ανταπόκριση αλλά και ότι δυναμώνει όλο και περισσότερο με τα χρόνια. Και το καίριο σημείο σε αυτή την εξέλιξη είναι ότι κάτι το οποίο γεννήθηκε σαν αντίδραση προορισμός του είναι η «επίθεση» και όχι η παθητικότητα..
Βλέπουμε λοιπόν να υπάρχουν δύο τάσεις σήμερα στην Ελλάδα. Από τη μία πλευρά εθνικοσοσιαλιστές, εθνικιστές ,φασίστες, πατριώτες skins των οποίων οι ρίζες ξεκινάνε από τέλη δεκαετίας 70,αρχές δεκαετίας 80 και φτάνουν μέχρι και σήμερα και από την άλλη μη πολιτικοποιημένους και ελάχιστους sharps οι οποίοι έκαναν την εμφάνιση τους στα μέσα της δεκαετίας του 90. Η πρώτη κατηγορία είναι εκείνη που δημιούργησε και όλη την αίγλη αλλά και το φόβο γύρω από την υποκουλτούρα μιας και οι επιθέσεις τους ,οι κοινωνικοί αγώνες είτε σε κόμματα είτε σε οργανώσεις είναι ανεξίτηλα γραμμένα σε όσους τους έχουν γνωρίσει. Σε αυτούς ο ακτιβισμός βρήκε πιστούς ακολούθους. Αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης τους σε γειτονιές, σε γήπεδα και σε κάθε σημείο όπου ο αγώνας τους χρειαζόταν. Μέχρι την ωρίμαση της δραστηριότητας εμφανίστηκαν ελάχιστα έντυπα και οργανωμένη μουσική σκηνή. Σήμερα όμως, τόσο η μουσική, τα έντυπα καθώς και οι εκδηλώσεις είναι περισσότερες από ποτέ. Η μόδα έγινε όπλο. Δεν είναι μία μόδα που κάποιος βλέπει και την αγνοεί, είναι μία μόδα που προκαλεί πλέον δέος. Και όλα αυτά οφείλονται σε αυτούς που ακολούθησαν και ακολουθούν το δρόμο του ακτιβισμού. Σε αυτό το δρόμο δε παίζει ρόλο τι μάρκα μπλουζάκι φοράς, πόσους δίσκους έχεις, πόσο καλά στολίζεσαι και πόσο τρέλα πουλάς εκεί που μπορείς. Σε αυτό το δρόμο ενώνονται τα μονοπάτια της εργατικής ζωής, της ιδεολογίας, της εναλλακτικής καθημερινότητας και του κοινωνικού αγώνα. Αφού γεννήθηκες από τις στάχτες των αυθεντικών αξιών που αυτή η κοινωνία έχει καταστρέψει, προορισμός σου είναι να παλέψεις να αλλάξεις τον εαυτό σου και ότι άλλο μπορείς. Από τη άλλη πλευρά επικρατεί η τάση όπου κοινός παράγοντας είναι μόνο ο εναλλακτικός τρόπος ζωής και η καλοπέραση. Ντύσιμο, μουσική, αλκοόλ, και συναυλίες. Εδώ λοιπόν είναι το σημείο όπου αυτή η εσωστρέφεια, αυτή η έλλειψη επαναστατικότητας, αυτή η παθητική στάση απέναντι στον καπιταλισμό και το σύστημα είναι που καταδικάζει την υποκουλτούρα να είναι πάντα μόδα και τίποτα περισσότερο. Βέβαια κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο όταν οι άνθρωποι που ασπάζονται αυτές τις θέσεις αναζητούν απλά ένα διέξοδο όπου θα αποδείξουν κάτι σ ένα κύκλο ομοίων μιας και στην ευρύτερη κοινωνία οι δυνατότητες τους είναι περιορισμένες. Αυτό φυσικά μπορεί να εμφανιστεί παντού.
Ο αγώνας όμως ευτυχώς καλά κρατεί. Υπάρχουν ακόμα και εξαπλώνονται οι skins που αδιαφορώντας για την γνώμη της κοινωνίας, δίχως να απολογούνται σε κανέναν ,δίχως τα κόμπλεξ του ντυσίματος και της εμφάνισης προχωρούν μπροστά αγωνιζόμενοι για όλα όσα πολλοί δηλώνουν ότι αγαπάνε και πιστεύουν. Στα λόγια μπορεί να βρίσκουν πολλούς συμμάχους, αλλά η ζωή χαράζεται από τις πράξεις. Και εκεί είναι μόνοι, αλλά και πολύ περήφανοι για αυτό. Ο λευκός ακτιβισμός παγκοσμίως θα χαρακτηρίζει και θα χαρακτηρίζεται μεταξύ άλλων και από την υποκουλτούρα των skinheads.Oi!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)