Skinhead Front
" Το ουρλιαχτό της αγέλης μας πάντα θα είναι απωθητικό για τα κοπάδια "



Πατρίδα και Τιμή!

Αναζητούμε συνεχώς πρότυπα, γιορτές και ήρωες από κάθε άλλη γωνιά του κόσμου δίχως να ενδιαφερθούμε ότι υπάρχει και μία Ελλάδα διαφορετική. Πέρα από τον εκφυλισμό και τις προδοσίες υπάρχει ακόμα εκείνος ο ελληνισμός , ο οποίος είναι αδύνατον να τον μάθουμε από τα βιβλία, μία ελληνικότητα η οποία δολοφονείτε από τις τυπικές επετείους οι οποίες δίχως κανένα περιεχόμενο καταντάνε γραφικές στα μάτια όσων διψάνε για ζωή. Τόσες γιορτές, τόσες τυμπανοκρουσίες, τόσοι να στέκονται μπροστά από αγάλματα και σύμβολα δίχως να ντρέπονται , τόσο ψέμα και τόση υποκρισία να μολύνουν την ιερότητα και τη μεγαλοπρέπεια τόσων ηρώων και τόσων αγώνων.

Πριν μερικές μέρες σε κάποιο μακρινό χωριό της πατρίδας μας γνωρίσαμε μία άλλη Ελλάδα. Αυτή που όσο και αν προσπαθήσαμε να την αισθανθούμε στις μεγαλουπόλεις δε μπορέσαμε να τη φτάσουμε ποτέ. Γνωρίσαμε ένα άνθρωπο που στο πρόσωπο του ο χρόνος και ο μόχθος είχαν χαράξει βαθιά τα σημάδια του. Στο αίμα του κυλούσε το αίμα μιας ηρωικής οικογενείας. Μα στη ψυχή του φάνηκε ότι όχι απλά κυλούσε αλλά ξεχείλιζε το θάρρος , η περηφάνια και η αξιοπρέπεια. Ήταν λοιπόν απόγονος της οικογενείας που είχε κρύψει το Παύλο Μελά στο σπίτι της όπου και τον βρήκε ο θάνατος. Ένας θάνατος Παλικαριού, Άνδρα. Ήρωα , Έλληνα και Επαναστάτη. Τα μάτια του ανθρώπου που μας διηγήθηκε την ιστορία του θανάτου του Παύλου Μελά όπως ακριβώς του τα περιέγραψε η γιαγιά του, πλημμύριζαν από δάκρυα. Εδώ και 70 και πλέον χρόνια με κόπο προσπαθεί να διατηρήσει εκείνο το σπίτι, εκείνο το λιτό «μουσείο» το οποίο αυτό το κράτος το οποίο δίχως ντροπή αυτοχαρακτηρίζεται ελληνικό, έχει παρατήσει στο περιθώριο της ιστορίας. Το τελευταίο όπλο του Μίκη Ζέζα όπως ήταν το ψευδώνυμο του Παύλου Μελά, η τελευταία του στολή, οι χώροι που άφησε τη πνοή του. Σκουριασμένοι, διαβρωμένοι, πρόχειρα συντηρημένοι από ένα και μόνο άνθρωπο ο οποίος κουβαλάει τόσα χρόνια εκατομμύρια υποσχέσεις από πολιτικούς, πολιτικάντηδες και κάθε λογής νεοέλληνα.

Στεκάμενοι δίπλα του νιώθαμε τη μεγαλοπρέπεια που ανάβλυζε από ένα ξεχασμένο χωριό, κάποια αιματοβαμμένα βουνά, κάποιους ξεχασμένους Έλληνες. Νιώθαμε ντροπή, θλίψη και οργή. Στα 200 μέτρα υπήρχε μία πλατεία. Μία πλατεία η οποία είχε γεμίσει από στεφάνια και μεγάλα λόγια. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα εκείνο το χωρίο αποκτούσε ζωή και εκείνος ο άνθρωπος άλλες τόσες υποσχέσεις. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα κάποιοι γίνονται Μακεδόνες. Υποκρισία.

Το μόνο που είχαμε να γράψουμε σε ένα πρόχειρο βιβλίο επισκεπτών ήταν ότι ο Μακεδονικός Αγώνας συνεχίζεται. Συνεχίζεται ενάντια σε όλους αυτούς που ξεφτιλίζουν την Ελλάδα, την Αληθινή Ελλάδα. Τα στεφάνια, τα μνημόσυνα, οι ατέλειωτες ομιλίες, οι τόσο καλοστημένες φωτογραφίες, οι ψήφοι, οι εθνικιστές της ταβέρνας, οι γραφικοί του χθες και ότι αποπνέει ψευτιά, αλαζονεία και πτωμαΐνη δεν είναι δίπλα μας. Είναι απέναντι μας .

Όσοι Ζωντανοί!