Skinhead Front
" Το ουρλιαχτό της αγέλης μας πάντα θα είναι απωθητικό για τα κοπάδια "



Μακρυά.

Η ξεφτίλα είναι αυτή που οδηγεί στην σκλαβιά ή η σκλαβιά αυτή που οδηγεί στην ξεφτίλα άραγε. Ένα ερώτημα το οποίο το θέτουμε σε όλους αυτούς που αρέσκονται στις μόδες των καιρών πλέκοντας παράλληλα και ένα πέπλο “αντιδραστικότητας” και “επαναστατικότητας” γύρω από αυτό. Πασχίζουν λένε για ελευθερία, ενώ ταυτόχρονα είναι σκλαβωμένοι στο ίδιο το ψέμα που φτιάξαν για να δώσουν ένα νόημα στην ανούσια ζωή. Πείτε μας πραγματικά, δίχως τα ρούχα, δίχως τις συγκεκριμένες μάρκες, δίχως τις εκατοντάδες φωτογραφίες στο myspace, facebook, hi5, δίχως τη μόστρα στην πλατεία και στα πάρτυ, δίχως την ποζεριά στις συναυλίες και δίχως τις ζωγραφιές στα σώματα τι είναι όλοι αυτοί που στέκονται απέναντι μας σε αυτόν τον μικρόκοσμο; Μήπως είναι αυτοί που αλλάζουν τις πολιτικές τους θέσεις ανάλογα με την παρέα που βρίσκονται; Μήπως είναι αυτοί που σε “φασίστες” που “μετράνε” λένε ότι δεν έχουν πρόβλημα ενώ όπου θεωρούν όπου τους παίρνει κάνουν επιθέσεις; Μήπως είναι αυτοί που όταν ένας “εχθρός” τους τσακίσει αυτοί στοχοποιούν ή “ξεσπάνε” σε άλλους δίνοντας τον ορισμό της δειλίας; Μήπως είναι αυτοί που περιστασιακά απασχολούνται ενώ δηλώνουν “σταυρωμένοι” εργάτες” Μήπως είναι αυτοί που η κόκα και το χασίσι πηγαινοέρχεται στους γύρω τους και κάνουν τα στραβά μάτια; Μήπως είναι αυτοί που παίζουν “mainstream” δήθεν rock n roll σε αναρχικά στέκια; Μήπως είναι τα παιδιά του πανεπιστημιακού ασύλου και των καταλήψεων; Μήπως είναι αυτοί που τα έχουν καλά με όποιον επικρατεί κατά περιόδους στο δρόμο;
Όλα αυτά τα μήπως δεν είναι ρητορικά. Είναι γεγονότα. Τα ξέρουμε και τα ξέρουνε. Γνωρίζουν πολύ καλά πως ο κόσμος μας με τον κόσμο τους δεν έχει κανένα κοινό στοιχείο. Κανένα. Και κανένας από τη πλευρά μας δεν έχει θέση ανάμεσα τους. Και όποιος βρίσκεται κατά καιρούς πολύ απλά δεν προέρχεται ή δεν βρίσκεται πια στη δική μας πλευρά. Όσο για εκείνους δεν περιμένουμε κάποιο ίχνος αξιοπρέπειας. Κατά καιρούς γλύφουν αυτούς που έχουν τσακίσει τους ίδιους τους φίλους. Συμμετέχουν σε εκδηλώσεις που την άλλη μέρα θα κατηγορούν. Λογικά επακόλουθα της ξεφτίλας ή καλύτερα της σκλαβιάς που πολλοί είναι εγκλωβισμένοι. Όταν το punk και το oi! κοστολογείται από τους μαγαζάτορες, όταν οριοθετείται από τους νταβατζίδες, όταν προσκυνά την αναρχία, όταν μετατρέπεται σε κέρδος από ένα κομμάτι των δημιουργών του οι οποίοι μετά από δεκαετίες θυμήθηκαν τι έπαιζαν μικροί για να βγάλουν το χαρτζιλίκι, όταν πνίγεται στην μπύρα που αγοράζεται από γεμάτες με χαρτζιλίκι τσέπες και όταν αποτελεί άλλοθι για κάθε πικραμένο τότε είναι πια νεκρό. Και εκεί που πεθαίνει μία έκφανση της νεανικής αντιδραστικότητας εμείς δεν έχουμε καμία θέση.
Για όποιον όμως θέλει να σταθεί από αυτή τη πλευρά που η μουσική αποτελεί μία απλή σταγόνα στο ποτάμι μιας ολάκερα διαφορετικής ζωής, το βλέμμα του θα πρέπει να βλέπει πίσω από την επιφάνεια. Πίσω από τα κούφια λόγια, τις ανούσιες θεωρίες, τη μόστρα και την αυτοϊκανοποίηση του καθενός. Να κοιτάξει τις πράξεις, τις θυσίες, το μόχθο και τις επιλογές. Οι επιλογές στη ζωή είναι ο καθρεφτισμός της συνείδησης. Το μαγαζί που θα πας και θα δώσεις τα χρήματα σου, οι παρέες σου, οι συγκρούσεις σου, το τι θα αγοράσεις, τι θα ακούσεις, πως θα βγάλεις χρήματα, πως θα χαράξεις τον προσωπικό σου δρόμο. Αυτή η ζωή, που ξετυλίγεται καθημερινά, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό, κάθε μέρα είναι το πεδίο που το βλέμμα μας άλλοτε αγωνιά να αναζητήσει την προσπάθεια, την πρόκληση, τον έρωτα, τη φιλία, το αύριο...
Για αυτό δε μας ενδιαφέρει αν οι μόδες σήμερα σπέρνουν αυτό που στα μάτια μας φαντάζει σαν σκλαβιά. Η δική μας, προσωπική αξιοπρέπεια είναι αρκετά πολύτιμη για να την ξεπουλήσουμε τόσο φτηνά και αρκετά δυνατή για να μας ωθεί ακόμα πιο μακρυά. Μακρυά από την ξεφτίλα, μακρυά από τη δειλία, μακρυά από τη σκλαβιά.

Στον άγνωστο εργάτη.

Ήταν περίπου πριν δύο χρόνια, όταν κατά τις εφτά και μισή το πρωί είχαμε φτάσει στην οικοδομή. Ήμασταν ένα τριμελές αυτή τη μέρα συνεργείο. Ο πρωινός καφές, που η αγορά του, η πρώτη του δοκιμή και στη συνέχεια η συνοδεία του αποτελούν αναπόσπαστες στιγμές στη νέα μέρα που έρχεται, είχε σχεδόν τελειώσει. Καλημερίσαμε όσους βρίσκονταν εκεί και ξεκινήσαμε. Η δουλειά ξεκίνησε μέσα στο σύνηθες περιβάλλον, που δεν αποτελεί αντικείμενο αυτής της αφήγησης και όλα έδειχναν πως θα κυλούσαν όπως την προηγούμενη και όλες τις υπόλοιπες μέρες. Κάποια στιγμή πριν το μεσημέρι, πεταχτήκαμε σε μία άλλη κοντινή δουλειά και μετά θα επιστρέφαμε.
Λίγο πριν τις δύο λοιπόν, επιστρέφοντας, βλέπουμε στον απέναντι δρόμο ένα ασθενοφόρο. Βρισκόταν μπροστά από μία άλλη γωνιακή οικοδομή. Στο δρόμο ένα σεντόνι σκέπαζε αυτό που στο μυαλό μας σχηματιζόταν ως πόνος. Ήταν ένας εργάτης, ένας σοβατζής ο οποίος είχε γλιστρήσει από τη σκαλωσιά. Πλησιάσαμε τότε και παγωμένοι κοιτάξαμε αυτό το άσπρο σεντόνι. Σκοτώθηκε είπε μία φωνή ενός γερασμένου άντρα που στεκόταν εκεί. Στο μυαλό μου τότε πέρασε η σκέψη που σίγουρα θα διέσχισε και το μυαλό των άλλων δύο παιδιών που ήταν μαζί...
Συχνά ακούγαμε για ατυχήματα και δυστυχήματα στις παρέες και σε εκείνες τις ολιγόλεπτες συζητήσεις με συναδέλφους ή γνωστούς που έχεις να δείς καιρό και τους συναντάς σε κάποια σκάλα, σε κάποια είσοδο, σε κάποιο τέλος πάντως τετραγωνάκι της σκακιέρας που κινείσαι εργασιακά για να επιβιώσεις. Ποτέ όμως η αφήγηση δεν μπορεί να ενσαρκώσει όσα το βλέμμα σιγοψιθυρίζει στη σκέψη.
Πολλές φορές από τότε, άκουσα για κάποιους που μάχονται για τις συνθήκες εργασίας. Ποτέ όμως δεν συνάντησα κανέναν από αυτούς στην εργασία. Ίσως μάχονται τελικά μόνο για τις συνθήκες και όχι την εργασία. Γιατί η εργασία έχει ξεπουληθεί. Η εργασία πρώτα θα ξευτιλιστεί, πρώτα θα υποτιμηθεί και στο τέλος θα ξεπουληθεί. Πρώτα το κοινωνικό lifestyle θα ωθεί τους “έλληνες” γονείς να αποτρέπουν τα παιδιά τους από το να γίνουν εργάτες, πρώτα το σχολείο θα σου περάσει τη νοοτροπία και το σύνδρομο του δημοσίου υπαλλήλου, πρώτα θα εισαχθούν οι ορδές πράγματι πεινασμένων για να πέσουν τα μεροκάματα, πρώτα θα έρθουν οι εκβιασμοί και ο κοινωνικός αποκλεισμός και μετά θα έρθει και το ξεπούλημα. Πολλοί “μάχονται” για όλα αυτά. Ναι, όντως έχουμε πάνω από 3000 συνδικάτα σε αυτή τη χώρα και δε ξέρω πόσους εισοδηματίες συνδικαλιστές. Έχουμε πάρα πολλούς εργοπατέρες οι οποίοι κινούνται μεταξύ πράσινων, μπλε και κόκκινων γραβατών. Άραγε όλοι αυτοί έχουν δουλέψει ποτέ με αλβανούς, με πακιστανούς, με ρώσους, με ρουμάνους και με τόσους άλλους να δούν τι υπέροχο πράγμα είναι να είσαι εσύ ο ξένος και αυτοί τα αφεντικά. Να αποκλείουν τους έλληνες από τα συνεργεία τους. Να πληρώνεις εσύ ένα κράτος που σε έχει χεσμένο, που ξεπούλησε την ασφάλεια σου, που σε ρίχνει σε έναν άνισο ανταγωνισμό, που εδώ και τόσα χρόνια οι γονείς σου, οι παππούδες σου μάχονταν να κερδίσουν ένα ψωμί το οποίο τόσο εύκολα στο άρπαξαν, το κομμάτιασαν σε ψίχουλα για να το πετάξουν σε όλες τις φυλές του κόσμου που κατέκλυσαν τη γειτονιά σου, την πόλη σου, την Πατρίδα σου για να μπορέσουν οι πολιτικοί να φέρουν στα ίσια τα νούμερα των ισολογισμών, των ψηφοφόρων...
Τα μάτια όμως τα δικά μας βλέπουν καθημερινά όσα αυτοί από το γραφείο τους δήθεν προασπίζονται. Κάθε φορά που μαθαίνουμε πλέον για έναν ακόμη νεκρό εργάτη μας έρχονται στο μυαλό αυτές οι λέξεις. Ξεχασμένος - Προδομένος- Άγνωστος.
Έτσι έζησε, έτσι έφυγε και έτσι θα φύγουν όσοι συνεχίσουν αυτό το δρόμο. Κάποιοι ίσως είναι “αμόρφωτοι”, άλλοι ίσως είναι παράξενοι. Οι περισσότεροι όμως είναι άνθρωποι με τις πιο απλές ανάγκες,τα πιο ανθρώπινα ελαττώματα και την πιο ειλικρινή ματιά.
Σε αυτή τη κοινωνία θέλουν να μαθαίνουμε πότε έκλασε ο υπουργός, με ποιους πηδήχτηκε η κάθε πουτάνα, να βλέπουμε τα βόδια στη βουλή να προσπαθούν να κουμπώσουν το σακκάκι τους, να ακούμε τους τεμπέληδες να μιλάνε για εργασία,να διαβάζουμε στις κωλοφυλλάδες τους τις οικονομικές και κοινωνικές αναλύσεις και γενικά να μας πλασάρουν όσα εξυπηρετούν τα συμφέροντα τους.
Σε αυτό λοιπόν το κοσμοπολίτικο θέαμα, σε αυτή την καλοστημένη σκηνή του παραλόγου και της υποκρισίας προτιμούμε και εμείς να ζήσουμε σαν άγνωστοι. Άγνωστοι για τα μάτια τους. Στα μάτια όμως τα δικά μας, οι πρωινές αχτίνες του ηλίου φαντάζουν σαν το τραγούδι που στέλνουν οι ψυχές όλων αυτών των τελευταίων Ελλήνων εργατών, της παράξενης αυτής προς εξαφάνιση ράτσας, που έφυγαν προδομένοι και ξεχασμένοι. Καλό ταξίδι λοιπόν και σε εκείνον τον άνθρωπο που έφυγε χτες.