Ήταν περίπου πριν δύο χρόνια, όταν κατά τις εφτά και μισή το πρωί είχαμε φτάσει στην οικοδομή. Ήμασταν ένα τριμελές αυτή τη μέρα συνεργείο. Ο πρωινός καφές, που η αγορά του, η πρώτη του δοκιμή και στη συνέχεια η συνοδεία του αποτελούν αναπόσπαστες στιγμές στη νέα μέρα που έρχεται, είχε σχεδόν τελειώσει. Καλημερίσαμε όσους βρίσκονταν εκεί και ξεκινήσαμε. Η δουλειά ξεκίνησε μέσα στο σύνηθες περιβάλλον, που δεν αποτελεί αντικείμενο αυτής της αφήγησης και όλα έδειχναν πως θα κυλούσαν όπως την προηγούμενη και όλες τις υπόλοιπες μέρες. Κάποια στιγμή πριν το μεσημέρι, πεταχτήκαμε σε μία άλλη κοντινή δουλειά και μετά θα επιστρέφαμε.
Λίγο πριν τις δύο λοιπόν, επιστρέφοντας, βλέπουμε στον απέναντι δρόμο ένα ασθενοφόρο. Βρισκόταν μπροστά από μία άλλη γωνιακή οικοδομή. Στο δρόμο ένα σεντόνι σκέπαζε αυτό που στο μυαλό μας σχηματιζόταν ως πόνος. Ήταν ένας εργάτης, ένας σοβατζής ο οποίος είχε γλιστρήσει από τη σκαλωσιά. Πλησιάσαμε τότε και παγωμένοι κοιτάξαμε αυτό το άσπρο σεντόνι. Σκοτώθηκε είπε μία φωνή ενός γερασμένου άντρα που στεκόταν εκεί. Στο μυαλό μου τότε πέρασε η σκέψη που σίγουρα θα διέσχισε και το μυαλό των άλλων δύο παιδιών που ήταν μαζί...
Συχνά ακούγαμε για ατυχήματα και δυστυχήματα στις παρέες και σε εκείνες τις ολιγόλεπτες συζητήσεις με συναδέλφους ή γνωστούς που έχεις να δείς καιρό και τους συναντάς σε κάποια σκάλα, σε κάποια είσοδο, σε κάποιο τέλος πάντως τετραγωνάκι της σκακιέρας που κινείσαι εργασιακά για να επιβιώσεις. Ποτέ όμως η αφήγηση δεν μπορεί να ενσαρκώσει όσα το βλέμμα σιγοψιθυρίζει στη σκέψη.
Πολλές φορές από τότε, άκουσα για κάποιους που μάχονται για τις συνθήκες εργασίας. Ποτέ όμως δεν συνάντησα κανέναν από αυτούς στην εργασία. Ίσως μάχονται τελικά μόνο για τις συνθήκες και όχι την εργασία. Γιατί η εργασία έχει ξεπουληθεί. Η εργασία πρώτα θα ξευτιλιστεί, πρώτα θα υποτιμηθεί και στο τέλος θα ξεπουληθεί. Πρώτα το κοινωνικό lifestyle θα ωθεί τους “έλληνες” γονείς να αποτρέπουν τα παιδιά τους από το να γίνουν εργάτες, πρώτα το σχολείο θα σου περάσει τη νοοτροπία και το σύνδρομο του δημοσίου υπαλλήλου, πρώτα θα εισαχθούν οι ορδές πράγματι πεινασμένων για να πέσουν τα μεροκάματα, πρώτα θα έρθουν οι εκβιασμοί και ο κοινωνικός αποκλεισμός και μετά θα έρθει και το ξεπούλημα. Πολλοί “μάχονται” για όλα αυτά. Ναι, όντως έχουμε πάνω από 3000 συνδικάτα σε αυτή τη χώρα και δε ξέρω πόσους εισοδηματίες συνδικαλιστές. Έχουμε πάρα πολλούς εργοπατέρες οι οποίοι κινούνται μεταξύ πράσινων, μπλε και κόκκινων γραβατών. Άραγε όλοι αυτοί έχουν δουλέψει ποτέ με αλβανούς, με πακιστανούς, με ρώσους, με ρουμάνους και με τόσους άλλους να δούν τι υπέροχο πράγμα είναι να είσαι εσύ ο ξένος και αυτοί τα αφεντικά. Να αποκλείουν τους έλληνες από τα συνεργεία τους. Να πληρώνεις εσύ ένα κράτος που σε έχει χεσμένο, που ξεπούλησε την ασφάλεια σου, που σε ρίχνει σε έναν άνισο ανταγωνισμό, που εδώ και τόσα χρόνια οι γονείς σου, οι παππούδες σου μάχονταν να κερδίσουν ένα ψωμί το οποίο τόσο εύκολα στο άρπαξαν, το κομμάτιασαν σε ψίχουλα για να το πετάξουν σε όλες τις φυλές του κόσμου που κατέκλυσαν τη γειτονιά σου, την πόλη σου, την Πατρίδα σου για να μπορέσουν οι πολιτικοί να φέρουν στα ίσια τα νούμερα των ισολογισμών, των ψηφοφόρων...
Τα μάτια όμως τα δικά μας βλέπουν καθημερινά όσα αυτοί από το γραφείο τους δήθεν προασπίζονται. Κάθε φορά που μαθαίνουμε πλέον για έναν ακόμη νεκρό εργάτη μας έρχονται στο μυαλό αυτές οι λέξεις. Ξεχασμένος - Προδομένος- Άγνωστος.
Έτσι έζησε, έτσι έφυγε και έτσι θα φύγουν όσοι συνεχίσουν αυτό το δρόμο. Κάποιοι ίσως είναι “αμόρφωτοι”, άλλοι ίσως είναι παράξενοι. Οι περισσότεροι όμως είναι άνθρωποι με τις πιο απλές ανάγκες,τα πιο ανθρώπινα ελαττώματα και την πιο ειλικρινή ματιά.
Σε αυτή τη κοινωνία θέλουν να μαθαίνουμε πότε έκλασε ο υπουργός, με ποιους πηδήχτηκε η κάθε πουτάνα, να βλέπουμε τα βόδια στη βουλή να προσπαθούν να κουμπώσουν το σακκάκι τους, να ακούμε τους τεμπέληδες να μιλάνε για εργασία,να διαβάζουμε στις κωλοφυλλάδες τους τις οικονομικές και κοινωνικές αναλύσεις και γενικά να μας πλασάρουν όσα εξυπηρετούν τα συμφέροντα τους.
Σε αυτό λοιπόν το κοσμοπολίτικο θέαμα, σε αυτή την καλοστημένη σκηνή του παραλόγου και της υποκρισίας προτιμούμε και εμείς να ζήσουμε σαν άγνωστοι. Άγνωστοι για τα μάτια τους. Στα μάτια όμως τα δικά μας, οι πρωινές αχτίνες του ηλίου φαντάζουν σαν το τραγούδι που στέλνουν οι ψυχές όλων αυτών των τελευταίων Ελλήνων εργατών, της παράξενης αυτής προς εξαφάνιση ράτσας, που έφυγαν προδομένοι και ξεχασμένοι. Καλό ταξίδι λοιπόν και σε εκείνον τον άνθρωπο που έφυγε χτες.
Λίγο πριν τις δύο λοιπόν, επιστρέφοντας, βλέπουμε στον απέναντι δρόμο ένα ασθενοφόρο. Βρισκόταν μπροστά από μία άλλη γωνιακή οικοδομή. Στο δρόμο ένα σεντόνι σκέπαζε αυτό που στο μυαλό μας σχηματιζόταν ως πόνος. Ήταν ένας εργάτης, ένας σοβατζής ο οποίος είχε γλιστρήσει από τη σκαλωσιά. Πλησιάσαμε τότε και παγωμένοι κοιτάξαμε αυτό το άσπρο σεντόνι. Σκοτώθηκε είπε μία φωνή ενός γερασμένου άντρα που στεκόταν εκεί. Στο μυαλό μου τότε πέρασε η σκέψη που σίγουρα θα διέσχισε και το μυαλό των άλλων δύο παιδιών που ήταν μαζί...
Συχνά ακούγαμε για ατυχήματα και δυστυχήματα στις παρέες και σε εκείνες τις ολιγόλεπτες συζητήσεις με συναδέλφους ή γνωστούς που έχεις να δείς καιρό και τους συναντάς σε κάποια σκάλα, σε κάποια είσοδο, σε κάποιο τέλος πάντως τετραγωνάκι της σκακιέρας που κινείσαι εργασιακά για να επιβιώσεις. Ποτέ όμως η αφήγηση δεν μπορεί να ενσαρκώσει όσα το βλέμμα σιγοψιθυρίζει στη σκέψη.
Πολλές φορές από τότε, άκουσα για κάποιους που μάχονται για τις συνθήκες εργασίας. Ποτέ όμως δεν συνάντησα κανέναν από αυτούς στην εργασία. Ίσως μάχονται τελικά μόνο για τις συνθήκες και όχι την εργασία. Γιατί η εργασία έχει ξεπουληθεί. Η εργασία πρώτα θα ξευτιλιστεί, πρώτα θα υποτιμηθεί και στο τέλος θα ξεπουληθεί. Πρώτα το κοινωνικό lifestyle θα ωθεί τους “έλληνες” γονείς να αποτρέπουν τα παιδιά τους από το να γίνουν εργάτες, πρώτα το σχολείο θα σου περάσει τη νοοτροπία και το σύνδρομο του δημοσίου υπαλλήλου, πρώτα θα εισαχθούν οι ορδές πράγματι πεινασμένων για να πέσουν τα μεροκάματα, πρώτα θα έρθουν οι εκβιασμοί και ο κοινωνικός αποκλεισμός και μετά θα έρθει και το ξεπούλημα. Πολλοί “μάχονται” για όλα αυτά. Ναι, όντως έχουμε πάνω από 3000 συνδικάτα σε αυτή τη χώρα και δε ξέρω πόσους εισοδηματίες συνδικαλιστές. Έχουμε πάρα πολλούς εργοπατέρες οι οποίοι κινούνται μεταξύ πράσινων, μπλε και κόκκινων γραβατών. Άραγε όλοι αυτοί έχουν δουλέψει ποτέ με αλβανούς, με πακιστανούς, με ρώσους, με ρουμάνους και με τόσους άλλους να δούν τι υπέροχο πράγμα είναι να είσαι εσύ ο ξένος και αυτοί τα αφεντικά. Να αποκλείουν τους έλληνες από τα συνεργεία τους. Να πληρώνεις εσύ ένα κράτος που σε έχει χεσμένο, που ξεπούλησε την ασφάλεια σου, που σε ρίχνει σε έναν άνισο ανταγωνισμό, που εδώ και τόσα χρόνια οι γονείς σου, οι παππούδες σου μάχονταν να κερδίσουν ένα ψωμί το οποίο τόσο εύκολα στο άρπαξαν, το κομμάτιασαν σε ψίχουλα για να το πετάξουν σε όλες τις φυλές του κόσμου που κατέκλυσαν τη γειτονιά σου, την πόλη σου, την Πατρίδα σου για να μπορέσουν οι πολιτικοί να φέρουν στα ίσια τα νούμερα των ισολογισμών, των ψηφοφόρων...
Τα μάτια όμως τα δικά μας βλέπουν καθημερινά όσα αυτοί από το γραφείο τους δήθεν προασπίζονται. Κάθε φορά που μαθαίνουμε πλέον για έναν ακόμη νεκρό εργάτη μας έρχονται στο μυαλό αυτές οι λέξεις. Ξεχασμένος - Προδομένος- Άγνωστος.
Έτσι έζησε, έτσι έφυγε και έτσι θα φύγουν όσοι συνεχίσουν αυτό το δρόμο. Κάποιοι ίσως είναι “αμόρφωτοι”, άλλοι ίσως είναι παράξενοι. Οι περισσότεροι όμως είναι άνθρωποι με τις πιο απλές ανάγκες,τα πιο ανθρώπινα ελαττώματα και την πιο ειλικρινή ματιά.
Σε αυτή τη κοινωνία θέλουν να μαθαίνουμε πότε έκλασε ο υπουργός, με ποιους πηδήχτηκε η κάθε πουτάνα, να βλέπουμε τα βόδια στη βουλή να προσπαθούν να κουμπώσουν το σακκάκι τους, να ακούμε τους τεμπέληδες να μιλάνε για εργασία,να διαβάζουμε στις κωλοφυλλάδες τους τις οικονομικές και κοινωνικές αναλύσεις και γενικά να μας πλασάρουν όσα εξυπηρετούν τα συμφέροντα τους.
Σε αυτό λοιπόν το κοσμοπολίτικο θέαμα, σε αυτή την καλοστημένη σκηνή του παραλόγου και της υποκρισίας προτιμούμε και εμείς να ζήσουμε σαν άγνωστοι. Άγνωστοι για τα μάτια τους. Στα μάτια όμως τα δικά μας, οι πρωινές αχτίνες του ηλίου φαντάζουν σαν το τραγούδι που στέλνουν οι ψυχές όλων αυτών των τελευταίων Ελλήνων εργατών, της παράξενης αυτής προς εξαφάνιση ράτσας, που έφυγαν προδομένοι και ξεχασμένοι. Καλό ταξίδι λοιπόν και σε εκείνον τον άνθρωπο που έφυγε χτες.